-
1 μελέτη
[мэлэти] ουσ. Θ. изучение, исследование, размышление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μελέτη
-
2 исследование
исследование с 1) η έρευνα, η μελέτη η ανάλυση (анализ) \исследование крови η εξέταση του αίματος 2) (научный труд ) η μελέτη* * *с1) η έρευνα, η μελέτη; η ανάλυση ( анализ)иссле́дование кро́ви — η εξέταση του αίματος
2) ( научный труд) η μελέτη -
3 исследование
исследова||ниес1. (действие) ἡ Ερευνα, ἡ μελέτη, ἡ ἐξερεύνηση [-ις], ἡ διε-ρεύνηση [-ις]:\исследование грунта ἡ μελέτη τοῦ ἐδάφους· \исследование кро́ви ἡ ἀνάλυση τοῦ αίματος·2. (научный труд) ἡ μελέτη, ἡ πραγματεία. -
4 изучение
-
5 учение
-
6 case-control study
= case-referent study; retrospective study; choice-based samplingFrench\ \ étude rétrospectiveGerman\ \ Fall-Kontroll-Studie; retrospektive StudieDutch\ \ retrospectieve studieItalian\ \ studio retrospettivoSpanish\ \ estudio retrospectivoCatalan\ \ estudi de cas control; estudi retrospectiu; mostreig intencionatPortuguese\ \ estudo caso-controlo; estudo caso-controle (bra); estudo caso-referência; estudo rectrospectivo; amostragem baseada na escolhaRomanian\ \ studiu de caz-control; studiu de caz referentul; studiu retrospectiv; de prelevare de probe de alegere bazate peDanish\ \ case-kontrol undersøgelse; sag referent undersøgelse; retrospektiv undersøgelse; valg-baserede prøverNorwegian\ \ case-kontroll studie; case-referent studie; retrospektiv studie; valg-baserte prøvetakingSwedish\ \ fall-kontrollstudieGreek\ \ νομολογία του Δικαστηρίου; τον έλεγχο της μελέτης; περίπτωση αναφερόμενο μελέτη; αναδρομική μελέτη; επιλογή με βάση δειγματοληψίαFinnish\ \ tapaus-verrokki-asetelma; tapaus-kohortti-asetelma; tapaus-verrokki -tutkimus; valintaperusteinen otantaHungarian\ \ visszatekintö vizsgálatTurkish\ \ vaka-kontrol çalışması; vaka-göndergeli çalışma; geriye dönük çalışma; secime dayalı örneklemeEstonian\ \ juhtkontrolluuringLithuanian\ \ retrospektyvusis tyrimas; retrospektyvusis ėmimasSlovenian\ \ študija s kontrolno skupino; retrospektivna študijaPolish\ \ analiza przeszłych przypadkówRussian\ \ исследование методом случай — контроль; ретроспективное исследованиеUkrainian\ \ дослідження випадок-контроль; випадку-референт дослідження; ретроспективне дослідження; вибір основі вибіркиSerbian\ \ цасе-цонтрол студији; цасе-референтна студија; ретроспективну студију; избору на бази узоркаIcelandic\ \ tilfelli-stjórna rannsókn; há-referent rannsókn; afturvirk rannsókn; val-undirstaða sýnatökuEuskara\ \ kasu-kontrol azterketa; kasu-azterketa erreferente; atzera begirako azterketa; aukera oinarritutako laginketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ مطالعات گذشتهنگر (شامل مطالعات مورد-شاهد)Arabic\ \ دراسة حالة السيطرةAfrikaans\ \ retrospektiewe studieChinese\ \ 回 顾 研 究Korean\ \ 사례-대조 연구; 후향(적)연구 -
7 заочный
επ.πού γίνεται, εν απουσία•-ая любовь αγάπη από μακριά (εξ αποστάσεως).
|| γινόμενος χωρίς παρακολούθηση μαθημάτων, με σπιτική μελέτη•, учиться в -ом1’ институте σπουδάζω στο ινστιτούτο με σπιτική μελέτη. -
8 учение
-я ουδ.1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•
время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•
кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).
|| πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•
идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.
2. διδασκαλία•учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•
христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•
учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.
-
9 дизайн
1. (замысел, проект, чертёж) το σχέδιο, η μελέτη 2. (художественное конструирование) η διακόσμηση, το ντιζάϊν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизайн
-
10 изучение
η μελέτη, η (εκ)μάθηση, η σπουδήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изучение
-
11 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
12 исследование
1. (научно-исследовательская работа) η μελέτη, η εξερεύνηση- в области больших скоростей ав. - στην περιοχή των μεγάλων ταχυτήτων3. (лётное, географическое, космическое и т.п.) η διερεύνηση, η έρευνα 4. (анализ) η εξέταση, η ανάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исследование
-
13 исследуемый
ο υπό έρευνα/μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исследуемый
-
14 конструирование
1. (этап создания продукции, предшествующий изготовлению) η σχεδίαση, η μελέτη 2. (изготовление) η κατασκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конструирование
-
15 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
16 непотопляемость
1. мор. το πλευστόν, η πλευστότητα, η πλοϊμότητα 2. (план непотопляемости) мор. η μελέτη/το σχέδιο της πλευστότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непотопляемость
-
17 обоснование
η τεκμηρίωση, η αιτιολόγησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обоснование
-
18 обследование
1. (проверка) η επιθεώρηση, ο έλεγχος 2. (исследование) η έρευνα, η μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обследование
-
19 оптика
η οπτικήволновая - см. физическая -волоконная - о τομέας (οπτικής) των οπτικών ινών, η μελέτη των οπτικών ινώνлучевая - см. геометрическая -физическая - φυσική -, κυματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оптика
-
20 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
См. также в других словарях:
Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… … Dictionary of Greek